- κλυτόφημος
- κλῠτό-φημος, ον,A illustrious by fame, Orph.A. 216.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλυτόφημος — κλυτόφημος, ον (Α) ένδοξος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + φημος (< φήμη), πρβλ. εναντιό φημος, ματαιό φημος] … Dictionary of Greek
κλυτόφημος — illustrious by fame masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)